Ὠστόσο στήν ψυχή τοῦ αὐγή χαρᾶς εἴχε ἀνατείλει.
Σάν καί νά τοῦ εἶχε κάμει σημεῖο ὁ Οὐρανός.
Τόσα εὐτυχισμένα συναπαντήματα τήν ἴδια ὧρα!
«Ὠ σίγουρα κάτι ἀλλάζει πιά», στοχάστηκε,
Κι ἀνατρίχιασε κρυφά στο προαίσθημα
Πώς μπορεῖ τό μεγάλο, το ἐξαίσιο, ν’ ἀρχίσει…
῾Η Πριγκηπέσα ΄Ιζαμπώ